- κωθωνιστήριον
- κωθωνιστήριον, τὸ (Α) [κωθωνίζω]τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωθωνιστήρια — κωθωνιστήριον banqueting house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)